- δευτερόπλασμα
- Το θρεπτικό μέρος του αβγού ορισμένων ζωικών ομάδων. Ονομάζεται και λέκιθος. Οι θρεπτικές ουσίες στο δ. συσσωρεύονται, συνήθως, με τη μορφή κίτρινων κόκκων που περιέχουν λιπίδια, πρωτεΐνες και γλυκογόνο. Οι κόκκοι αυτοί άλλοτε βρίσκονται διασκορπισμένοι σε ολόκληρη τη μάζα του κυτταροπλάσματος και άλλοτε βρίσκονται συγκεντρωμένοι στο κέντρο του ή στον έναν πόλο του αβγού (φυτικός πόλος). Οι θρεπτικές ουσίες που περιέχει το δ. επαρκούν για να διατραφεί το γονιμοποιημένο αβγό για κάποια περίοδο από μόνο του, όπως συμβαίνει για παράδειγμα, στα αβγά των πτηνών.
* * *τοβιολ. το σύνολο τών θρεπτικών ουσιών τις οποίες εγκλείει το αβγό πολλών ζώων.
Dictionary of Greek. 2013.